ἀπανωστολίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπανωστολίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπανωστολίζω Ἰόνιοι Νῆσ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. ἀπάνω καὶ τοῦ ρ. στολίζω.

Σημασιολογία

1) Στολίζω τινὰ ὑπερβολικῶς, πλέον τοῦ κανονικοῦ: Νὰ μείνω ἐγὼ ξεβράκωτος νὰ σ’ ἀπανωστολίσω! 2) Στολίζω τινὰ ἐξωτερικῶς μόνον: Παροιμ. φρ. Ἀπανωστολισμένη Γύφτισσα (ἐπὶ γυναικὸς δυσειδοῦς ἢ ρυπαρᾶς καὶ ἐξωτερικῶς μόνον στολισμένης).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/