ἀπανωστόμαχα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπανωστόμαχα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀπανωστόμαχα ἐπίρρ. Ζάκ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. *ἀπανωστόμαχος ἢ κατ᾽ εὐθεῖαν ἐκ τοῦ ἐπιρρ. ἀπάνω καὶ τοῦ οὐσ. στομάχι.

Σημασιολογία

Ἐπὶ τοῦ στομάχου: Φρ. Τὸν ἔχω ἀπανωστόμαχα (δὲν δύναμαι νὰ τὸν ἀνεχθῶ, οἱονεὶ ἐπικάθηται ἐπὶ τοῦ στομάχου μου καὶ μὲ ἐνοχλεῖ. Συνών φρ. μοῦ κάθεται ’ς τὸ στομάχι ἢ τὸν ἔχω ᾿ς τὸ στομάχι).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/