γραμματεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γραμματεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γραμματεύω Ἰων. (Κρήν.) κ.ἀ. γραμ-ματεύγω Λειψ. Πάτμ.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ρ. γραμματεύω.

Σημασιολογία

1) Μανθάνω γράμματα, μορφώνομαι Ἰων. (Κρήν.): Μηδὲ σὺ ἠγραμμάτεψες, μηδὲ τὸ παιδί σου ἠγραμμάτισες. 2) Μεταβ., μανθάνω ἄλλον γράμματα, μορφώνω τινὰ Λειψ. Πάτμ.: Ἔφα τὴ νιˬότη μου νὰ τόνε μεγαλώσω, νὰ τόνε γραμματέψω Λειψ. Ἐγραμμάτεψε τὰ παιδιˬά του Πάτμ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/