γραμμάτι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γραμμάτι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γραμμάτι. τό, Κορσ. γραμμάτσι Κορσ. Τσακων. (Πραστ.) - Λεξ. Μπριγκ. γραμμάντζι Τσακων. (Πραστ.)
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. γράμμα.
Σημασιολογία
1) Γραφικὴ παράστασις, ζωγραφιὰ Κορσ.: ᾎσμ. Ἀπάνω ᾽ς τὰ πασούμιˬα σου γραμμένα ᾽ναι γραμμάτσιˬα. 2) Τὸ μικροῦ μεγέθους γράμμα τοῦ ἀλφαβήτου Τσακων. (Πραστ.): Τσί γραμμάντζα εἶ᾽ ἔνταϊ ᾽ ἔσ᾽ ποίου; (τί γραμματάκια εἶναι αὐτὰ ποὺ κάνεις;) 3) Ἐπιστολή, συνήθως ὀλιγόλογος Κορσ. Τσακων. (Πραστ.) - Λεξ. Μπριγκ.: Μὴν ἀπολύκαϊ γκάνα γραμμάτσι τὰ καμπζία; (μήπως ἔστειλαν κανένα γραμματάκι τὰ παιδιά;) Πραστ. || ᾎσμ. Νὰ πά᾽ ρωτήσῃς τὸν ἀετὸ νὰ γράψω ᾽ς τὰ φτερούλιˬα τ᾽ νὰ γράψω ᾽ς τὰ φτερούλιˬα τ᾽ τρία φιλιˬαρὰ γραμμάτιˬα, τό ᾽να νὰ πάῃ τῆς μάννας μου καὶ τ᾽ ἄλλο ᾽ς τσ᾽ ἀδερφῆς μου, τὸ τρίτο τὸ ᾽στερώτερο νὰ πάῃ ᾽ς τσῆ ποθητῆς μου (φιλιαρὰ = φιλικὰ) Κορσ. 4) Κατὰ πληθ. ἡ παιδεία, ἡ μόρφωσις Τσακων. (Πραστ.): Νὰ μάθερε γραμμάντζα, ὅρκο μ᾽! (νὰ μάθῃς γραμματάκιˬα, χρυσό μου!)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA