γκρέμιˬος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκρέμιˬος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γκρέμιˬος ἐπίθ. Ἰων. (Σμύρν.) Πελοπν. (Βούρβουρ. Κυνουρ.) - Μ. Ἀργυρόπ. εἰς Ν. Ἑστ. 2, 99 Α. Κυριαζ. εἰς Ἀνθολ. Η. Ἀποστολίδ., 179. L. Roussel, Grammaire, 326. - Λεξ. Δημητρ. γρέμιˬους Σάμ. Οὐδ. γκρέμι Ἰων. (Σμύρν.) Τσακων. (Χαβουτσ.) gρέμι Θρᾴκ. (Αἶν.) Παρ γρέμιν Πόντ. (Οἰν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. γκρεμίζω.

Σημασιολογία

Α) Ἐπιθετικ. 1) Ἀπόκρημνος Πελοπν. (Κυνουρ.) Σάμ.: Οὕλος ὁ τόπος ἢτανε γκρέμιˬος κ᾽ εἴδανε καί πάθανε ὅσο νὰ ᾽ρθοῦνε Κυνουρ.) Πάει, κὶ βρίσκιτι ᾽ς ἕνα μέρους παραθαλάσσιου πουλὺ gρέμιˬου Σάμ. 2) Ἐρειπωμένος Ἰων. (Σμύρν.) Πελοπν. (Βούρβουρ. Κυνουρ.) Μ. Ἀργυρόπ. ἔνθ᾽ ἀν. Α. Κυριαζ. ἔνθ᾽ ἀν. L. Roussel ἔνθ᾽ ἀν. -Λεξ. Δημητρ.: Προῖκα τὴ λέτε, καλότυχε, κιˬ αὐτή, ἕνα γκρέμιˬο σπίτι! Κυνουρ. Ὅλα ἀπομένου γκρέμιˬα ἀπὸ τὸν καιρὸ τοῦ σεισμοῦ Λεξ. Δημητρ. || Ποίημ. Κ᾽ ἦταν τὸ συναπάντημα τὸ πρῶτο μιˬὰ χαρά, κοντὰ ᾽ς τὸ γκρέμιˬο μύλο. Α. Κυριαζ. ἔνθ᾽ ἀν. Β) Οὐδ. οὐσ. 1) Ὁ κρημνὸς Θρᾴκ. (Αἶν.) Παρ. Πόντ. (Οἰν.): Ποῦ ᾽ς τὰ γρέμια ἤσουνε; Οἰν. || ᾎσμ. Ξέρεις πο͜ιοὶ τὸν σκοτώσανε, πο͜ιὰ γρέμιˬα τὸν ἐφάγαν καὶ πο͜ιὰ κυρὰ τόνε θωρεῖ καὶ πίσω δὲ γυρίζει; Αἶν. 2) Τὸ ἐρείπιον, ἡ ἐρειπωμένη οἰκία Ἰων. (Σμύρν.) Τσακων. (Χαβουτσ.): Ἦταρ᾽ ᾽ς τὰ Παλιˬόχωρα, ᾽ς τὰ γκρέμιˬα (ἦταρ = ἦτο) Χαβουτσ. Συνών. γκρέμισμα Α3.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/