βεζιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βεζιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βεζιˬὰ ἡ, Ἤπ. Πελοπν (Ἀρκαδ. Βασαρ. Βούρβουρ. Καλάβρυτ. Λακεδ. Μεσσ. Οἰν.) βεζά Ἀθῆν. Πελοπν. (Καλάβρυτ. Μαν Σουδεν.) -Λεξ. Βλαστ. 279.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. βέζι.
Σημασιολογία
1) Ὁ ξύλινος κύκλος τοῦ κοσκίνου Πελοπν. (Ἀρκαδ. Καλάβρυτ. Μάν. Σουδεν.) 2) Κυλινδρικὸν τεμάχιον δέρματος Πελοπν. (Καλάβρυτ. Σουδεν.): Φρ. Μοῦ ἔβγαλε μιˬὰ βεζιˬὰ (μὲ ἔγδαρε, μὲ ἠδίκησε) Καλάβρυτ. Τοῦ βγάζει τὴ βεζὰ (τὸν βασανίζει) Σουδεν. 3) Ὁ περὶ τὴν μυλόπετραν ξύλινος γῦρος ὁ περιορίζων τὸ ἄλευρον Πελοπν. (Βούρβουρ.) 4) Κυλινδρικὸν πλέγμα ἐντὸς τοῦ ὁποίου τίuεται ὁ ἀρτίως πηχuεὶς τυρὸς διὰ νὰ λάβῃ τὸ σχῆμα του Πελοπν. (Βασαρ. Λακεδ. Οἰν.): Βάνομε τὸ τυρὶ ’ς τοὶς βεζιˬὲς Βασαρ. Τυρὶ τῆς βεζιˬᾶς αὐτόθ. β) Εἶδος ξηροῦ τυροῦ Ἀθῆν. Ἤπ. -Λεξ. Βλαστ. 5) Μικρὸς ξύλινος κύλινδρος τῆς σαΐττας τῆς φερούσης τὸ μασούρι περιστρεφόμενος διὰ τῆς ἀνέμης ὑπὸ τῶν ὑφαντῶν Πελοπν. (Μεσσ.) VI) Τὸ δένδρον ἰτέα Κέως. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Κεως.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA