ἀπανωταριˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπανωταριˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπανωταριˬάζω Πελοπν. (Γλανιτζ. Καλάβρυτ. Σουδεν.) –Λεξ. Βλαστ. Πρω. ’πανωταριˬάζω Πελοπν. (Μεσσ.) –Λεξ. Πρω.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. *ἀπανωτάρις.
Σημασιολογία
Θέτω ἀλλεπαλλήλως ἔνθ᾽ ἀν.: Ἀπανωταριˬάζω τὰ ξύλα γιˬὰ νὰ τὰ κουβαλήσω Καλάβρυτ. ’Πανωτάριˬασε τὰ σκουτιˬὰ Μεσσ. Ἀπανωταριˬάζοντας δυˬὸ δυˬὸ τοὶς ἀγκαλεˬὲς τοὶς δένει Γλανιτζ. Συνών. ἀπανωτιˬάζω 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA