γραμματικὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γραμματικὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γραμματικὸς ὁ, κοιν. καὶ Πόντ. (Ἰνέπ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Τραπ.) γραμ-ματικὸς Κάλυμν. Κῶς Μεγίστ. Πάτμ. Σύμ. Ρόδ. Τῆλ. γραμματ᾽κὸς κοιν. βορ. ἰδιωμ. γραμματικὸ Τσακων. (Πραστ.) γραμμακικὸ Τσακων. (Μέλαν. Πραστ. Τυρ.) Θηλ. γραμματικιˬὰ Παξ. γραμματικέσσα Πόντ. (Ἰνέπ. Κερασ. Κοτύωρ. Ὄφ. Τραπ.) Πληθ. γραμματιτσοὶ Ἴος γραμ-ματιτοὶ Κάλυμν. Κῶς Μεγίστ. Πάτμ. Σύμ. Ρόδ. Τῆλ.

Ετυμολογία

Τὸ Βυζαντ. οὐσ. γραμματικός, τὸ ὁπ. ἐξ οὐσιαστικοποιήσεως τοῦ ἀρχ. ἐπιθ. γραμματικός.

Σημασιολογία

1) Ὁ γραμματεύς, ὁ γραφεὺς δημοσίου ἢ ίδιωτικοῦ γραφείου κοιν. καὶ Πόντ. (Ἰνέπ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Τραπ.) Τσακων. (Μέλαν. Πραστ. Τυρ.): Ὁ γραμματικὸς τῆς Κοινότητας σύνηθ. Νὰ σοῦ δώσῃ ἕνα χαρτὶ ὁ γραμματικὸς Εὔβ. (Βρύσ.) Νὰ ζᾶρε ὸ γραμμακικὸ νὰ ντὶ δῇ τὸ χαρκὶ (νὰ πᾷς στὸν γραμματικὸ νὰ σοῦ δώσῃ τὸ χαρτὶ) Μέλαν. Ὁ δάσκαλε ἔι γραμμακικὸ αὐτόθ. Πάν-νε ᾽ς τὸγ γραμ-ματικὸν νὰ σοῦ βγκάλῃ ἕναμ bιστοποιητικὸ Κῶς. Θὰ στρέξουν ραπέζιˬα γιˬὰ νὰ φᾶνε παππᾶδοι, ψάρτες, δημάρτοι, γραμ-ματιτοὶ (θὰ στρέξουν = θὰ στρώσουν, θὰ ἑτοιμάσουν) Τῆλ. Εἶνι γραμματικὸς τοῦ δισπότ᾽ Μακεδ. (Σισάν.) Κατέεις κεινονὲ τὸ Μαθιˬό πού ᾽κανε ᾽ς τὴ χώρα τὸ γραμματικό; (κατέεις = γνωρίζεις) Δ. Κρήτ. Ἤτανε μνιˬὰ πέτρα καί, ᾽φόντα θέλανε νὰ ποῦνε τίποτα ὁ πρόεδρος ἢ ὁ γραμματικὸς γιˬὰ οὕλο τὸ χωριˬό, καθότανε πάνου καὶ ὕστερις τό ᾽λεγε νὰ ντ᾽ ἀκούσῃ οὕλο τὸ χωριˬὸ Πελοπν. (Δίβρ.) Ὁ κύρης ἀτες ἤτονε γραμματικὸς ᾽ς τὸ κονάκι (= διοικητήριον) Οὶν. Ὁ Γιˬάννε ᾽ς σὸ μαγαζὶ γραμματικὸς ἔνι, ᾽ς σὸ πούλεμαν ἀπάνου ᾽κ᾽ ἔνι (ὁ Γιάννης εἶναι γραφεὺς εἰς τὸ μαγαζί, δὲν εἶναι ἐπὶ τῆς πωλήσεως) αὐτόθ. Μπορεῖ νὰ εἶι κανὲ πρᾶμα ποὺ νὰ ξέχασι ἡ γραμματ᾽κὸς νὰ τοῦ πιράσ᾽ ᾽ς τοὺ τεφτέρ᾽ Θρᾴκ. (Αἶν.) || Φρ. Καλὸς γραμματικός! (εὐχὴ) Πελοπν. (Οἰν.) || Αἴνιγμ. Κέρατα φορεῖ, | βόγδι ᾽ὲν εἶναι, σαμάρι ἔχει, | γαιˬδούρι ᾽ὲν εἴναι, προβατεῖ τσαὶ γράφει, | γραμ-ματικὸς ᾽ὲν εἶναι (= ὁ κοχλίας) Εὔβ. (Κουρ.) Τὸ αἴνιγμ. εἰς παραλλαγ. κ.ἀ. || Καθαρογλώσσ. Ἄσπρο χαρτὶ καὶ ξέξασπρο καὶ ξέξασπρο μελάνι καὶ ξέξασπρος γραμματικός, ξέξασπρο γράμμα κάνει Κρήτ. (Μεραμβ.) || ᾌσμ. Θωρεῖς τα δὰ τὰ λόγιˬα μου πὼς βγαίνουν ἕνα - ἕνα, σὰ dὸ gαλὸ γραμματικὸ ἀποὺ βαστᾷ τὴ bἑννα Κρήτ. Γραμματικὲ κ᾽ ἐπίσκοπε καὶ ψάλτη κιˬ ἀναγνώστῃ, πού ᾽γραψες γράμματα πολλά, δεφτέριˬα γιˬὰ τὴν Πόλη Ἤπ. (Ριζοβ.) Γραμματικὲ καὶ ψαλτικὲ καὶ ψάλτη κιˬ ἀναγνώστη, ᾽ς τὸ φεγγαράκι κάθεσαι καὶ γράφεις κιˬ ἀναγνώνεις, Θεσσ. Τὸ ᾆσμ. εἰς παραλλαγ. πολλαχ. Τὰ έργιˬα τοῦ τσαμbουνιστῆ, τὰ πέd-dε του δαχτύλιˬα νὰ τά ᾽χαν οἱ γραμ-ματιτοὶ νὰ τά ᾽καμναν gοd-dύλιˬα Κάλυμν. Εἶχαμ παπ-πάδες δώδεκα, γραμ-ματικοὺς τριάνdα καὶ δgιˬάκους ἄλ-λdους δώδεκα αὶ ᾽γράφουν dὰ προυκιˬά της Κῶς (Πυλ.) Τὴ gόρη σου τὴν ὄμουρφη γραμματ᾽κὸς τὴ θέ᾽, μ᾽ ἄν εἶι κὶ γραμματ᾽κὸς πουλλὰ προικιˬὰ γυρεύ᾽ Λῆμν. Γραμματικὸς ἐκάθουνταν ἀπάνου σ᾽ ἄσπρη πέτρα, ἔγραφιν κὶ κοντύλιˬαζιν τριῶν χρονῶν μιλάι Μακεδ. (Δαμασκ.) Τὰ ὄρη κάνουνε βοσκοὺς καὶ τὸ κρασὶ bεκρῆδες καὶ τὰ σκολε͜ιὰ γραμματικοὺς κ᾽ ἡ λύρα μερακλῆδες Κρήτ. (Μόδ.) Μὰ μένα ἡ τυˬατέρα μου εἴν᾽ ἥλιˬος καὶ φεgάρι, γραμματικὸς τήνε ᾽γαπᾷ καὶ θέλει νὰ τὴ bάρῃ Ἴος. Τὸ ᾆσμ. εἰς παραλλαγ. κ.ἀ. Δέκα γιˬατροὶ νὰ στέκουνε αὶ δέκα μαθητᾶδες αὶ δεκοχτὼ γραμ-ματικοὶ νὰ γράφουν dοὺς γιˬαρᾶδες (γιˬαρᾶδες = πληγές) Κῶς (Πυλ.) Τὸ ἆσμ. εἰς παραλλαγ. κ.ἀ. Γιˬὰ νὰ νιφτοῦν οἱ ἄνιφτοι, νὰ πιˬοῦν οἱ διψασμένοι, νὰ βάλουν κ᾽ οἱ γραμματικοὶ νερὸ ᾽ς τὸ καλαμάρι (ἐκ μοιρολ.) Πελοπν. (Λάκων. Μάν.) Κερά μ᾽, τὴ θυγατέρα σου, κερά μ᾽, τὴν ἀκριβή σου γραμματικὸς τὴ γύριψι κὶ ψάλτης νὰ τὴν πάρῃ Θρᾴκ. (Τσακίλ.) Πάρτε με τσ᾽ ἀνεβάστε με ᾽ς τοὺς οὐρανοὺς ἀπάνω. γιˬὰ νά ᾽βρω τὸ γραμματικὸ ποὺ γράφει τσ᾽ ἀdιγράφει Πελοπν. (Κάμπος Λάκων.) 2) Ὁ ἐγγράμματος, ὁ μορφωμένος κοιν. καὶ Τσακων. (Μέλαν. Πραστ. Τυρ.): Ἀπὸ τοὺ γραμμακιτοὶ νὰ φοζίζου (ἀπὸ τοὺς μορφωμένους νὰ φοβᾶσαι) Μέλαν. 3) Ὁ διδάσκων γράμματα, ὁ διδάσκαλος Θρᾴκ. (Αἶν.) 4) Ὁ σπουδαστής, ὁ μαθητὴς Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν. Στρόπον.) Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Γραμματ᾽κέ, καλὸν πρόδου! (καλὴν πρόοδον) Στρόπον. Καμένος γραμματικὸς πού ᾽ναι κ᾽ εὐτός! Ἔχω τόνε πὼς δὲν ἠξέρει νὰ βγάλῃ τὸ μάτι του (= εἶναι δύσνους) Ἀπύρανθ. 5) Ὁ εἰσπράκτωρ τῶν δημοσίων φόρων Λυκ. (Λιβύσσ.) 6) Ὁ δεύτερος ἢ τρίτος πλοίαρχος τοῦ ἐμπορικοῦ πλοίου Ἀθῆν. Ἀντικύθ. Ἐρεικ. Κέρκ. Μαθράκ. Ὀθων. Παξ. 7) Ὁ ἐπιστάτης ἐπαύλεως Μακεδ. (Καταφύγ.) 8) Ὁ ἰχθὺς Ἰουλὶς ἡ τουρκικὴ (Iulis turcica) τῆς οἰκογ. τῶν Ἰουλιδῶν (Iulidae) Αἴγιν. Πελοπν. (Μεγαλοχ.) Πόρ. Συνών. εἰς λ. γραβανᾶς. 9) Τὸ πτηνὸν Σπίζα ἡ ἀκανθοφάγος (Fringilla carduelis) τῆς οἰκογ. τῶν Σπιζιδῶν (Fringillidae) Σκῦρ. Συνών. εἰς λ. γραμματίκι. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Γραμματικὸς καὶ ὡς κύριον ὅν. Θρᾴκ. (Μάδυτ.), ὡς ἐπῶν. Ἀθῆν. Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Ἄνδρ. Ἀντίπαξ. Κέρκ. Μακεδ. (Ρητίν. Ροδολίβ.) Παξ. Σίφν. Φοῦρν. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Γραμματικοῦ τοῦ, Ἄνδρ. (Κόρθ.) Εὔβ. (Κουρ.) Κρήτ. Κύθηρ. Πελοπν. (Ἀνδρίτσ.) Γραμματ᾽κοῦ Ἤπ. (Κόνιτσ.) Τῆν (Πύργ.) Γραμματικὸ τό, Ἀττικ. Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Πελοπν. (Ἀρκαδ. Ἦλ. Κερπιν.) καὶ ἐξ ἐγγράφου τοῦ ἔτους 1166 Στερελλ. (Φωκ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/