ἀπανωτάρις
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπανωτάρις
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀπανωτάρις ὁ, ἀπανωταρέα ἡ, Κύθηρ. ἀπανωταριˬὰ Πελοπν. (Ἀρκαδ. Ὀλυμπ.) ’πανωταρέα Πελοπν. (Μάν) ἀπανωτάρι τό, Ἤπ. Κύθηρ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν. (Αἴγ. Καλάβρυτ. Λάστ. Μάν. Σουδεν.) –Λεξ. Μ’Εγκυκλ. Βλαστ. ἀπανουτάρι Ζάκ. ἀπανιτάρι Βιθυν. ταπανωτάρι Πελοπν. (Αἴγ.) ἀπανουτάρ’ Ἤπ. (Ζαγόρ.) ’πανωτάρι Κύθηρ. Πελοπν. (Ἀνδρίτσ. Βούρβουρ. Οἰν. Ὀλυμπ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀπανωτὸς καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -άρις. Διὰ τὸν τύπ. ταπανωτάρι ἰδ. ταπάνω παρὰ τὸ ἀπάνω.
Σημασιολογία
Α) Οὐσ. 1) Ἡ ἄνω πέτρα τοῦ μύλου Κύθηρ. –Λεξ. Μ’Εγκυκλ. Συνών. καὶ ἀντίθ. ἰδ. ἐν λ. ἀπανάρι 1. 2) Τὸ ἐπὶ τῆς ράχεως τοῦ σάγματος καὶ μεταξὺ τῶν ἑκατέρωθεν φορτωμένων βαρῶν πρόσθετον φορτίον Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Κύθηρ. –Λεξ. Βλαστ.: Ἐφόρτωσα τὸ γάιˬδαρο καὶ τὄβαλα κιˬ ἀπανωταρέα Κύθηρ. Συνών. ἀπανωσάμαρο, ἰδ. καὶ ἐν λ. ἀπανωγόμαρο. 3) Ἡ ὑπεράνω πασῶν τῶν ἄλλων τοποθετημένη καλαμωτὴ πρὸς καλλιέργειαν μεταξοσκώληκος Πελοπν. (Μάν.) 4) Ἐπανωφόριον Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Φορῶ τ’ ἀπανωτάρι. Συνών. ἀπανωκόρμι 5, ἀπανωτὸ (ἰδ. ἀπανωτὸς Β2), πανωφόρι. 5) Μέρος ὑπερκείμενον, Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Κάτω κατέβα καὶ μὴν ἐνέβης ’ς τ’ ἀπανωτάρι νὰ μοῦ τὰ λές. Β) ᾿Επιρρηματ. 1) Ἀπανωτὰ 1, ὃ ἰδ., Κύθηρ. Πελοπν. (Αἴγ. Ἀνδρίτσ. Ἀρκαδ. Βούρβουρ. Καλάβρυτ. Λάστ. Οἰν. Ὀλυμπ. Σουδεν.) –Λεξ. Μ᾿Εγκυκλ.: Τά ’χεις ἀπανωτάρι Κύθηρ. Ἀπανωταριˬὰ βάνουν τὰ κλήματα–τὰ στάχυˬα Ἀρκαδ. ᾽Επέσαμε ἀπανωτάρι (ὁ εἷς ἐπὶ τοῦ ἄλλου) Σουδεν. Τά ’βαλε τὰ ροῦχα ταπανωτάρι Αἴγ. 2) ᾿Εν συνεχείᾳ, ἀλληλοδιαδόχως Ζάκ. Πελοπν. (Μαν): Τοὺς ἕβρισε καὶ τοὺς τρεῖς ἀπανωτάρι Μάν. 3) Ἐπὶ τῆς ράχεως τοῦ σάγματος καὶ μεταξὺ τῶν ἑκατέρωθεν φορτωμένων βαρῶν Κύθηρ.: Βάλ’το ’πανωτάρι αὐτὸ τὸ σακκί. Συνών. ἀπανωσάμαρα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA