γκρεμισμὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκρεμισμὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γκρεμισμὸς ὁ, Κίμωλ. - Κ. Παλαμ., Γράμματ. 2, 7 Σ. Περεσιάδ., Χορ. Ζαλόγγ., 43 - Λεξ. Δημητρ. γρεμισμὸς Πελοπν. (Ξεχώρ.) γκρεμνισμὸς Λεξ. Δημητρ. gρεμνισμὸς Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. γκρεμίζω. Ὁ τύπ. γκρεμισμὸς εἰς Ἐρωτόκρ. Α, 1634 (ἔκδ. Σ. Ξανθουδ., 530).

Σημασιολογία

Α) Κυριολ. 1) Πτῶσις εἰς κρημνόν, κατακρήμνισις Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν. (Ξεχώρ.) - Σ. Περεσιάδ., ἔνθ᾽ ἀν. - Λεξ. Δημητρ.: Ὁ gρεμνισμὸς του κ᾽ εὐτεινοῦ ἦτον ἄπειρο bρᾶμα (= φοβερὸν πρᾶγμα) Ἀπύρανθ. || ᾎσμ. Ἐγὼ τὸ δίτσο θάνατο δὲ dὸ παραλυποῦμαι γιˬατί ᾽ναι ᾽πὸ τὸ Τσύριο ὁ κόσμος νὰ πεθαίνῃ. Τὸ gρεμισμό, τὸ σκοτωμὸ | τσαὶ τὸν ἀνάποδο φερμὸ ἐτσεῖνονε λυποῦμαι (μοιρολ.) Ξεχώρ. || Ποίημ. Κιˬ ὁ κουρνιˬαχτὸς τοῦ γκρεμισμοῦ νὰ φθάσῃ πάρα πέρα ἀπ᾽ τὸν καπνὸ τοῦ νικητῆ, τῆς δόξας του τὴ λάμψη Σ. Περεσιάδ., ἔνθ᾽ ἀν Πβ. Ἐρωτόκρ., ἔνθ᾽ ἀν. «Κ᾽ ἐδὰ ξαμώνει κίντυνα καὶ γκρεμνισμοὺς ᾽ς τὰ βύθη». Β) Μεταφ. 1) Συμφορὰ Κίμωλ.: Οἱ γκρεμισμοὶ μὲ φά᾽νε (= φάγανε, ἐπετάχυναν τὸ τέλος τῆς ζωῆς μου). 2) Καθαίρεσις, κατάλυσις Κ. Παλαμ., ἔνθ᾽ ἀν.: Ἡ ἐπαναστατικὴ ὥρα τοῦ ρωμαντισμοῦ, ἡ ὥρα τοῦ γκρεμισμοῦ καὶ τοῦ συντριμμοῦ τῶν παλαιῶν εἰδώλων. Συνών. γκρέμισμα Β1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/