ἀπανώτιˬασμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπανώτιˬασμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀπανώτιˬασμα τό, Παξ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀπανωτιˬάζω.

Σημασιολογία

1) Ἡ πρόχειρος ὕψωσις τοίχου δι᾿ ἐπιθέσεως ἐπ’ ἀλλήλων μικρῶν λίθων ἄνευ συνδετικῆς ὕλης. 2) Τοῖχος κτισμένος δι᾿ ἐπιθέσεως λίθων ἄνευ συνδετικῆς ὕλης.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/