γκρεμιστὴς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκρεμιστὴς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γκρεμιστὴς ὁ, ἐνιαχ γκριμ᾽στὴς Θεσσ. (Τσαγκαρ.) γρεμιστὴς Κρήτ. (Κίσ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. γκρεμίζω, παρὰ τὸ ὁπ. καὶ γρεμίζω.

Σημασιολογία

Α) Κυριολ. 1) Ὁ κρημνίζων, ὁ ἐργαζόμενος εἰς κατεδάφισιν οἰκίας κ.τ.τ. ἐνιαχ.: Αὐτὸς εἶναι ὁ γκρεμιστής; Αὐτὸς θὰ γκρεμίσῃ τὴ μάντρα; Ἀθῆν 2) Ὁ καταρρίπτων διὰ ραβδίσματος τοὺς καρποὺς ἀπὸ τὰ δένδρα Θεσσ. (Τσαγκαρ.): Οἱ γκριμ᾽στάδις παίρν᾽νι πολλὰ λιφτά, γιˬατὶ εἶνι δύσκου᾽ ἡ δ᾿λε͜ιὰ κὶ δέ ᾽νι κά᾽ ἡ κάθι ἕνας. Συνών. ραβδιστής, τιναχτής. Β) Μεταφ. Ὁ καταλύων, ἀνατρέπων θρόνους, πολιτεύματα, δόγματα, προλήψεις κ.τ.τ., ὁ καταλυτὴς ἐνιαχ.: Ὁ Χριστὸς ἦταν ὁ γκρεμιστὴς τῶν ἀρχαίων εἰδώλων Ἀθῆν. Συνών. χαλαστής.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/