ἀπανώφλιˬο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπανώφλιˬο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀπανώφλιˬο τό, ἀμάρτ. ’πανώφλιˬου Στερελλ. (Εὐρυταν.) ’πανώφλι Κάρπ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. *ἐπανώφλιον.
Σημασιολογία
Ἀνώφλιον, ὑπέρθυρον ἔνθ’ ἀν.: Παροιμ. Ἀντὶ νὰ σει͜οῦται τὰ ’πανώφλιˬα σει͜οῦται τὰ κατώφλιˬα (ἐπὶ τοῦ ἀλόγως δυσφοροῦντος διὰ τὴν κατάστασιν αὑτοῦ καὶ παραπονουμένου πρὸς ἄλλους ἀληθῶς δυσπραγοῦντας) Κάρπ. Συνών. καὶ ἀντίθ. ἰδ. ἐν λ. ἀνώφλι 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA