γραμματικούδι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γραμματικούδι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γραμματικούδι τό, Εὔβ. (Αἰδηψ.) Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ. κ.ἀ.) Πελοπν. (Οἰν.) - Γ. Βλαχογιάνν., Μεγάλ. χρόν., 102, Τὰ παλληκάρ., 8 - Λεξ. Γαζ. γραμματ᾽κούδ᾽ Θεσσ. (Μηλ. Ὄλυμπ. Πήλ.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Αἶν.) Λέσβ. Μακεδ. (Ἅγιος Νικόλ. Ἀρν. Παρθεν. Σιτοχ. Χαλκιδ.) Σκῦρ. Στερελλ. (Παρνασσ.) γραμ-ματικούγι Εὔβ. (Ἀνδρων. Κουρ. Κύμ.) γραμμακικούδ᾽ Λέσβ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γραμματικὸς καὶ τῆς ὑποκορ. καταλ. -ούδι. Περὶ τοῦ τύπ. γραμ-ματικούγι βλ. Σ. Καρατζ., Ὑποκορ. ἰδιώμ. Κύμ., 12 κ.ἑξ.
Σημασιολογία
1) Ὁ διδασκόμενος τὰ γράμματα, ὁ μαθητὴς Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Αἶν.) - Γ. Βλαχογιάνν., ἔνθ᾽ ἀν.: Τὰ γραμματ᾽κούδιˬα πααίνουν μὶ τὶς τουρβᾶδις ᾽ς τοῦ σκουλε͜ιὸ Ἀδριανούπ. Ἔλα ἰδῶ καὶ σύ, γραμματικούδι, νὰ ἰδῶ τί κρύβεις ᾽ς τὴ φλοκάτα σου Γ. Βλαχογιάνν., Μεγάλ. χρον., 102. β) Ὁ παῖς ὁ βοηθῶν τὸν ἱερέα εἰς τὰς ἱεροτελεστίας Θεσσ. (Ὄλυμπ.) Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Παρνασσ.): ᾌσμ. Σηκώσου ἀπάνου, δέσποτα, καὶ μὴ βαριˬοκοιμᾶσαι, οἱ ἐκκλησιˬὲς ἀνοίξανε, τἀ μαναστήριˬα ψέλνουν καὶ τὰ γραμματ᾽κούδιˬα σου γιˬὰ σένα παραδέρνουν Παρνασς. Τὰ μοναστήριˬα σήμαναν κ᾽ οἱ ἐκκλησιˬὲς διˬαβάζουν καὶ τὰ γραμματ᾽κούδιˬα σου ψάλλουν τὸ Κύριˬ᾽ ἐλέησον Ὄλυμπ. γ) Ὡραῖος παῖς Μακεδ. (Ἀρν.) 2) Τὸ πτηνὸν Σπίζα ἡ ἀκανθοφάγος (Fringilla carduelis) τῆς οἰκογ. τῶν Σπιζιδῶν (Frigillidae) Εὔβ. (Αἰδηψ. Ἀνδρων. Κουρ.) Θεσσ. (Μηλ. Πήλ.) Μακεδ. (Ἅγιος Νικόλ. Ἀρν. Παρθεν. Σιτοχ. Χαλκιδ.) Σκῦρ. - Λεξ. Γαζ. Συνών. εἰς λ. γραμματίκι. β) Ὁ νεοσσὸς τοῦ ἀνωτέρω πτηνοῦ Εὔβ. (Κύμ.) Πελοπν. (Οἰν.) Σκῦρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA