γραμματιλίκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γραμματιλίκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γραμματιλίκι τό, Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν. (Δίβρ. Κίτ. Μάν.) γραμματ᾽λίκι Μακεδ. (Ἅγιος Νικόλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γραμματέας καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -λίκι, ἡ ὁπ. ἐκ τῆς Τουρκ. -lik.
Σημασιολογία
1) Τὸ ἀξίωμα τοῦ γραμματέως τῆς κοινότητος Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν. (Δίβρ. Κίτ. Μάν.): Τοῦ γραμματιλικιˬοῦ ποὺ τοῦ ᾽δωκαν εἶν᾽ ἡ ἀνεουδάριση πὄχει (ἀνεουδάριση = εὐχαρίστησις) Ἀπύρανθ. Τώρα ἔχει τὸ γραμματιλίκι, δὲ gάνει ἄλλη δουλε͜ιὰ Κίτ. Μάν. Τοῦ ᾽δωκε ὁ πρόεδρος τὸ γραμματιλίκι καὶ κἄτι παίρνει αὐτόθ. Μὲ τὸ γραμματιλίκι ἔζησε τὴ φαμελιˬά του Δίβρ. 2) Γενικῶς ἡ ἐπαγγελματικῆ ἀποκατάστασις μορφωμένου ἀτόμου Μακεδ. (Ἅγιος Νικόλ.): Φρ. Καλά γραμματ᾽λίκιˬα! (εὐχὴ).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA