γραμματοκομιστὴς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γραμματοκομιστὴς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γραμματοκομιστὴς ὁ, λόγ. πολλαχ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γράμμα καὶ κομιστής.
Σημασιολογία
Ὁ ταχυδρομικὸς ὃιανομεὺς πολλαχ.: Ἔρχεται ὁ γραμματοκομιστής. Δὲ dόνε ρωτᾷς νὰ μὴν ἔχωμε κἀένα γράμμα; Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Κάθε δεύτερη μέρα περνᾷ ὁ γραμματοκομιστὴς αὐτόθ. Ἔκα νὰ ἰδῶ τὸ γραμματοκομιστή, μὴν ἔχω κἄνα γράμμα ἀπὸ τὴ δυχατέρα μου (ἔκα = στάσου) Πελοπν. (Γαργαλ.) Συνών. διανομέας, ταχυδρόμος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA