ἅπαξ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἅπαξ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἅπαξ ἐπίρρ. σύνηθ. ἁπὰξ Θρᾴκ. (Τσανδ.) ἅπαξις Θρᾴκ. (Κασταν.) Μακεδ. (Καστορ.) Πελοπν. (Βούρβουρ.) ἅπαξες Εὔβ. (Κονίστρ.) ἀπαξῆς (καὶ ἅπαξ) Θρᾴκ. (Περίστασ.)

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίρρ. ἅπαξ.

Σημασιολογία

1) Μίαν φορὰν Θρᾴκ. (Περίστασ.): Ἅπαξ ἔφαγα κ᾽ἐπῆγεν εἰς τὸ βρόχι μου (βρόχι=λάρυγξ). 2) Ἀφοῦ, μιˬὰ καὶ σύνηθ.: Ἅπαξ ἦρθες, μεῖνε. Ἅπαξ τὸ ἔκαμες, δὲν πειράζει. 3) Διὰ μιᾶς Θρᾴκ. (Περίστασ. Τσανδ.): Ἁπάξ μὲ ἦρθε ᾿ς τὸ νοῦ μου Τσανδ. 4) Αἴφνης, ἀπροσδοκήτως Θρᾴκ. (Κασταν. Στέρν. κ.ἀ.) Μακεδ. (Καστορ.) Πελοπν. (Ἀρκαδ. Βούρβουρ.): Ἅπαξ πέθανε Θρᾴκ. Ἦρθ’ ἅπαξις Βούρβουρ. Ἅπαξ ἤρθανι κὶ μὶ bλουκκάρανι Σάμ. Συνών. αἴφνης, ἀναπάντεχα, ἀναφαντῶς, *ἀναχάμπαρα, ἀναχπάραχτα, ἄξαφνα, ἄξυπα, ἀπάξαφνα, ἀφνίδιˬα, ἀφόραχτα, ξαφνικά, ξάφνου.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/