γκρεμοκόβω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκρεμοκόβω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γκρεμοκόβω ἐνιαχ. κρεμοκόφκουμαι Πόντ. (Λιβερ. Τραπ.) Ἀόρ. κρεμοκόπα Πόντ. (Λιβερ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γκρεμὸς καὶ τοῦ ρ. κόβω, παρὰ τὸ ὁπ. καὶ κόφτω.
Σημασιολογία
Ἀποκοπτόμενος κατολισθαίνω ἔνθ᾽ ἀν.: ᾎσμ. Τὰ γιˬούρτ ἐλιμένεψαν, ᾽ρομάννες, ᾽ρομάννες, τὰ στάδ κρεμοκόπαν, ᾽ρομάννες, ρομάννες (τῶν βοσκοτόπων ἔλειωσαν τὰ χιόνια, αἱ μεγάλαι χιονοστοιβάδες ἀποκοπεῖσαι κατωλίσθησαν· ᾽ρομάννα = συγκεκομμ. τύπ. τοῦ παρχαρομάννα = γυνῆ ἐπιμελουμένη τὰ ζῷα καὶ καταγινομένη εἰς τὴν γαλακτοκομίαν εἰς θερινὸν βοσκότοπον) Πόντ. (Λιβερ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA