γκρεμοπεζουλώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκρεμοπεζουλώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γκρεμοπεζουλώνω ἐνιαχ. κρεμ-μοπετζουλών-νω Κάρπ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γκρεμός, παρὰ τὸ ὁπ. καὶ τύπ. κρεμμός, καὶ τοῦ ρ. πεζουλώνω, παρὰ τὸ ὁπ. καὶ τύπ. πετζουλών-νω.
Σημασιολογία
Ἀνέρχομαι εἰς κρημνώδεις προεξοχάς, ὁπόθεν εἶναι δυσχερὲς νὰ ἐκφύγω, συνήθως ἐπὶ βοσκημάτων: ᾎσμ. Κοντο᾽ορτίτζει μιˬὰ καὶ δυˬό, τ᾿ ἀκρία ξεκουρών-νει, κιˬ ὁ Φλό᾽ος κρεμ-μοδιˬα᾽ατεῖ καὶ κρεμ-μοπετζουλών-νει (ἐνν. ὁ λαγός· κοντοο᾽ρτίτζει = κοντοβολτίζει, κάμνει μικροὺς περιπάτους, ξεκουρών-νει = ἀνέρχεται, Φλόος = ὄν. κυνὸς) Συνών. βραχεˬάζω 3, βραχώνω 3.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA