γκρεμοτσακίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκρεμοτσακίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γκρεμοτσακίζω Πελοπν. (Γαργαλ. Κλειτορ. Κοντογόν.) - Γ. Σουρῆ, Ρωμ., ἀρ. 138 - Λεξ. Δημητρ. gρεμοτσακίζω Πελοπν. (Ξεχώρ.) gρεμοτσακίζου Πελοπν. (Μάν.) γκριμουτσακίζου Μακεδ. (Βόιον) Μέσ. γκρεμοτσακίζομαι πολλαχ. gρεμοτσακίζομαι Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) Ἰθάκ. Κέρκ. (Γαστουρ.) Κρήτ. Ὀθων. κρημνοτσακίζομαι Λεξ. Μπριγκ. γκρεμοτσακίζουμαι Πελοπν. (Ἀρκαδ. Βούρβουρ. Γαργαλ. κ.ἀ.) gρεμνοτσακίζομαι Ἄνδρ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) gρεμνοτσατσίζομαι Πελοπν. (Καρδάμ. Ξεχώρ.) γκρεμνοτσατσίζομαι Εὔβ. (Κουρ.) γκριμουτσακίζουμι Θεσσ. (Μοσχᾶτ.) Μακεδ. (Δαμασκ. Θεσσαλον. Καταφύγ. Κοζ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Περίστ.) gριμουτσακίζουμι Σάμ. κριμουτσακίζουμι Μακεδ. (Θεσσαλον.) γκρεμοτσατίζομνε ᾽μα (Χαβουτσ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν ρ. γκρεμίζω καὶ τσακίζω.
Σημασιολογία
Α) Μέσ. 1) Πίπτων τραυματίζομαι ἢ φονεύομαι πολλαχ.: Τὸ παιδὶ τοῦ Γιˬώργη γκριμοτσακίστηκε Πελοπν. (Αἰγιάλ.) Τὴ νύχτα ἠgρεμοτσακιστήκαμε ᾽ς τὰ σκαλιˬὰ τῆς Παλιˬόπολης Ἄνδρ. Κάτσε νὰ σοῦ δώσω τὸ φανάρι μου, μὴ gρεμοτσακιστῇς ᾽σακάτω Πελοπν. (Ξεχώρ.) Ἡ βλοημένη μου ἀνήβησε ἀπά᾽ σὲ ξεματούδι τσ᾽ ἐλιˬᾶς καὶ gρεμοτσακίστηκε (ξεματούδι = κλῶνος δένδρου ἀποσπώμενος εὐκόλως) Ἴθάκ. β) Ταλαιπωροῦμαι πορευόμενος δι᾽ ἀποκρήμνου ἣ ἀνωμάλου τόπου Λεξ. Δημητρ.: Ἔχουν ἀναστατώσει τὸ δρόμο κιˬ ὥς νὰ φτάσω σπίτι μου, γκρεμοτσακίζομαι. 2) Φεύγω ταχέως, χάνομαι. Συνήθ. κατὰ προστ. πολλαχ.: Οἱ Τοῦρτσοι φύγανε, γκρεμνοτσατσιστήκανε, πήγανε ᾿ς τὸ χαμό! Εὔβ. (Κουρ.) Ἐgρεμνοτσακίστη g᾽ ἢφυε, ιˬατὶ μὲ δούλε͜ιασε Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Γκρεμοτσακίσου! Γκρεμοτσακιστῆτε! πολλαχ. Γκρεμοτσακιστῆτε καὶ σεῖς, ὅπως γκρεμοτσακίστηκα κ᾽ ἐγὼ Γ. Ξενόπ., Ἀφροδ., 248 Γκρεμοτσακίσου, φύγε ἀπὸ μπροστά μου., Πελοπν. (Αἰγιάλ.) Γκριμουτσακίσ᾽ ἀπ᾽ τὰ μάτιˬα μ᾽! Μακεδ. (Θεσσαλον.) Νὰ gριμουτσα᾽στῇς! Σάμ. Συνών. ἀρατίζω , γκρεμίζω Β2β, γκρεμολογῶ Β2. Β) Ἐνεργ. 1) Κατακρημνίζω, ρίπτω κατὰ γῆς Πελοπν. (Κλειτορ.): Τῆς δίνει μιˬὰ μὲ τὸ μαχαίρι καὶ τὴ γκρεμοτσακίζει κιˬ αὐτή, γιˬὰ νὰ μάθῃ νὰ παραστρατάῃ ἄλλοτε. 2) Μεταφ., ἐκδιώκω σκαιῶς πολλαχ.: Φύγε γρήγορα, γιˬατὶ θὰ σὲ γκρεμοτσακίσω! Ἀθῆν. || ᾎσμ. Κιˬ ὁ Γιˬώργαρος τοὺς ἑ-μιλᾶ γρεμοτσακίστε κιˬ ἀπὸ ᾽πά Πελοπν. (Μάν.) || Ποίημ. Νὰ μὲ γκρεμοτσακίζῃ ἀπ᾽ τῆς Βουλῆς τὶς σκάλες Γ. Σουρῆ, Ρωμ., ἀρ. 138 Μετοχ. γκρεμοτσακισμένος, ὁ ταλαιπωρτημένος ἐνιαχ. Συνών. ἀρατίζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA