γκρέμουρας
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκρέμουρας
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γκρέμουρας ὁ, Μακεδ. (Ἄνω Κώμ. Βελβ. Βλαστ. Δαμασκ. Δεσκάτ. Ἐράτυρ. Καστορ. Κοζ. Νάουσ.) gρέμουρας Θεσσ. (Καλαμπάκ. κ.ἀ.) γκρέμπουρας Μακεδ. (Βλάστ. Λιμπίν.) γκλέμουρας Μακεδ. (Βλάστ.) γρέμουρας Μακεδ. (Καταφύγ.) Πληθ. γκριμούριˬα Μακεδ. (Καστορ. Κοζ.) γκριμπούριˬα Μακεδ. (Βλάστ. Λιμπίν.) γλιμούριˬα Μακεδ. (Βλάστ.) γκριμόριˬα Μακεδ. (Βλάστ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Κουτσοβλαχ. grémur = κρημνός.
Σημασιολογία
Κρημνὸς ἔνθ᾽ ἀν.: Θὰ πέσῃς ἀποὺ τοὺ γκρέμουρα Μακεδ. (Κοζ.) Θὰ κάνου ἕνα ψουμὶ κὶ θὰ τοὺ πιτάξου ᾽ς ἕνα γκρέμουρα Μακεδ. (Ἄνω Κώμ.) Ἄει ᾽ς τὸ γρέμουρα! Θεσσ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Γκρέμουρας Θεσσ. Γκρέμ᾽ρας Μακεδ. (Καστορ.) β) Καταρράκτης Θεσσ. (Καλαμπάκ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA