γκρεούσι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκρεούσι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γκρεούσι τό, ἐνιαχ. γκρέουσ᾽ Θεσσ. (Ἁγ.) γκρέουσου Θεσσ. (Καλλιπ.) γκρέος Χελδρ. – Μηλιαρ., Δημ. ὀνόμ. φυτ., 58 – Λεξ. Δημητρ. γκραούσ᾽ Μακεδ. (Ἀρκοχώρ. Μοσχοπόταμ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Κουτσοβλαχ. greùşu.

Σημασιολογία

Γκρεουσάδι, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθ᾽ ἀν.: Τοὺ γκρέουσου καίει πουλὺ ᾽ς τὴ φουτιˬὰ Θεσσ. (Καλλιπ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/