γκρὶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκρὶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γκρὶ ἐπίθ. ἄκλ. σύνηθ.
Σημασιολογία
1) Φαιόχρους, τεφρόχρους: Γκρὶ φουστάνι-φόρεμα–κουστούμι-καπέλλο-ροῦχα σύνηθ. Μ᾽ ἀρέσουνε τὰ γκρὶ ροῦχα Ἀθῆν. 2) Ὥς οὐσ. οὐδ. παραλειπομένης τῆς λ. χρῶμα, τὸ φαιὸν χρῶμα σύνηθ.: Τρελλαίνομαι γιˬὰ τὸ γκρὶ ᾽ς τὰ ροῦχα Ἀθῆν. Πειρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA