βελόνι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βελόνι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βελόνι τό, βελόνιν Πόντ. (Κερασ. Τραπ.) βιλόνιν Πόντ. (Κερασ.) β’λόνιν Λυκ. (Λιβύσσ.) βελόνι σύνηθ. καὶ Καλαβρ (Μπόβ.) βελόν’ Λευκ. Πόντ. (Κρώμν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ κ.ἀ.) βιλό’ βόρ. ἰδιώμ. βιλούνι Καλαβρ. (Καρδ.) βολόνιν Πόντ. (Οἰν. Τραπ. κ.ἀ) βολόνι Καππ. (Σινασσ. Φερτ.) Μεγίστ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πόντ. (Ἰνέπ. Οἰν.) βολόν’ Καππ. (Ἀνακ. ᾿Αραβάν. Ποταμ. Σίλατ. Σινασσ. Φερτ.) Πόντ. (Τραπ.) ’λόνι Κάρπ.

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. οὐσ. βελόνι, ὃ ἐκ τοῦ ἀρχ. βελόνη. Πβ. Χρον. Μορ. Η 8962 (ἔκδ. JSchmitt) «κι οὐ μὴ νὰ ἐπῆραν ἀπὸ σοῦ ἕνα μικρὸν βελόνι».

Σημασιολογία

1) Βελόνι τοῦ ραψίματος σύνηθ. καὶ Καλαβρ. (Καρδ. Μπόβ.) Καππ. (Ἀνακ. Ἀραβάν. Ποταμ. Σίλατ. Σινασσ. Φερτ.) Πόντ. (᾽Ινέπ. Κερασ. Κρωμν Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Φρ. Ἀπὸ βελονιοῦ ἢ ἀπὸ βελόνι (ἐπὶ νεορραφοῦς) σύνηθ. Δὲ μ᾿ ἀφῆκε βελόνι καὶ κλωστὴ (δὲν μοῦ ἄφησε τίποτε). Ἀπὸ ράμμα ὥς βελόνι (ἐν πάσῃ λεπτομερείᾳ). Βελόνι δὲν πέφτει κάτω (ἐπὶ κοσμοσυρροῆς) πολλαχ. ᾿Ξιτάζ᾿ τὴν τρίχα κι’ τοὺ βιλό’ (λεπτολογεῖ) Ἀδριανούπ. Ἐέντον ράμμαν καὶ βελό’ (ἔγινε κάτισχνος) Χαλδ. Βελόνια ἔχει ᾿ς τὸν κόλο του (εἶναι ἀνήσυχος, συνών. φρ. ’ς τ’ ἀγκάθιˬα–’ς τὰ κάρβουνα κάθεται) πολλαχ. ’Σ τὰ βελόνιˬα κάθεται (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ) Χορεύει ᾿ς τὰ βελόνιˬα (εἶναι ἔξαλλος ἐξ ὀργῆς) Κεφαλλ. Εἶναι ’ς τὰ βελόνιˬα νὰ κάμῃ κἄτι (ἀνυπομονεῖ) Κέρκ. Σκόρδα καὶ κουτσὰ βελόνιˬα! (φράσις ἀποτρεπτικὴ τῆς βασκανίας) Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) Κάνει τὸ γυνὶ βελόνι (ζημιοῦται ἐν τῇ προσπαθείᾳ του νὰ κερδίσῃ) Ἤπ. Τοὺν ἀπιρνάει ἀποὺ τ' βιλουνιˬοῦ ν τρῦπα (ὑπερτερεῖ αὐτοῦ κατὰ τὴν εὐφυΐαν) Ἤπ. (Ζαγόρ.) Ἀφ’ τοῦ βολονίου τὴν τρῦπα ἐπέρασε (ἐσώθή ἐκ βαρείας νόσου) Ἰνέπ. Περασμένος ἀπ’ τοῦ βελονιοῦ τὸν κόλο (ἐπὶ πολυπείρου) Λεξ. Αἰν. || Παροιμ.: Μὲ τὸ βελόνι πηγάδι δὲ βγάζεις (ἐπὶ τῶν ζητούντων νὰ κατορθώσουν τι δι’ ἀνεπαρκῶν μέσων) Πελοπν. (Μάν.) Χάθ’’ ἠ Πό’ γιˬὰ βιλό’ (ἐπὶ συμφορᾶς προκληθείσης ἐξ ἀσημάντου ἐλλείψεως) Ἤπ. || Γνωμ. Τοῦ φτωχοῦ τό βρέσιμον γὲ βελόνι γὲ καρφὶ Μεγιστ. Ἡ ἀρρωστιὰ κ’ ἡ φτώχε͜ια μὲ τὸ σακκὶ ἐμπαίνει, μὲ τὸ ’ολόν’ ἐβγαίνει (ἐμφανίζεται διὰ μιᾶς καὶ ἀπέρχεται βαθμηδὸν) Κάρπ. Τὸ βελόνι κ’ ἡ κλωνὰ | κάνουν τὴ νοικοκυρὰ Ζάκ. Ἀιλλοὶ ὁποὺ ’κ’ ἐκράτεσεν βολόνιν μὲ τὸ ράμμαν (ἐπὶ τῆς χρησιμότητος τῆς ραπτικῆς) Κερασ. || ᾎσμ. Ἔχω καράβ’ ἀπὸ σκαριˬοῦ, παννιὰ ἀπὸ βολόνιν Τραπ. β) Ὑπὸ τὸν τύπ. τὸ βελόνι τῆς μαμμοῦς μου, εἶδος παιδιᾶς Κύπρ. γ) Ὑπὸ τὸν τύπ. βιλόνια τοῦ κούκκ’, τὸ φυτὸν geranium pyrenaicum Ἤπ. δ) Τὸ φυτὸν καυκαλὶς ἡ δαυκοειδὴς (caucalis daucoides) τῆς τάξεως τῶν σκιανδανθῶν (umbelliferae) μὲ ἀκιδωτὰ τὰ σπέρματά του (ἰδ. ΜΣτεφανίδ. Ὁρολογικ. Δημώδ. 6.) Λεξ. Ἐλευθερουδ. Βλαστ 475. 2) Ὀξὺ σιδηροῦν ἐργαλεῖον τῶν λιθοξόων Ἄνδρ. Κύθηρ. κ.ἀ 3) Σιδηροῦς γόμφος εἰς τὴν πρύμνην πλοίου ὅστις εἰσέρχεται εἰς τὸν σιδηροῦν κρίκον τοῦ πηδαλίου πρὸς στήριξιν αὐτοῦ, συνήθως καλούμενος βελόνι ἀρσενικὸ σύνηθ.: Φρ. ’Σ τὸ βελόνι (ἐπὶ οὐριοδρομοῦντος πλοίου) σύνηθ. Το’ 'κοψε βελόνι (ἔφυγε δρομαίως) Κρήτ. Συνών. βελόνα 8. β) Ὑπὸ τὸν τύπ. Βελόνι θηλυκό, ἕκαστος τῶν σιδηρῶν κρίκων τοῦ πηδα λίου χρησιμευόντων ὅπως προσαρμόζεται δι᾽ αὐτῶν τὸ πηδάλιον ἐπὶ τῶν γόμφων τῆς πρύμνης, τῶν καλουμένων βελόνιˬα ἀρσενικὰ σύνηu. 4) Σιδηροῦν ἔλασμα διερχόμενον διὰ τῆς ἐπάνω μυλόπετρας καὶ χρησιμεῦον πρὸς ἀνύψωσίν της Λῆμν. β) Τὸ σημεῖον ἐπὶ τοῦ ὁποίου στηρίζεται ἡ φτερωτὴ τοῦ νερομύλου Λευκ. 5) Ἡ ράχις τοῦ σφαγίου μετὰ τῶν πλευρῶν Πελοπν. (Ἀρκαδ. Μεσσ.) 6) Ὁ τρίτος πρὸς τὴν πρύμνην ἱστὸς βρικίου βραχύτερος τῶν ἄλλων Ἄνδρ. 7) Εἶδος ἰχθύος Λεξ. Βλαστ 430. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Πελοπν. (Στρέζ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/