βελονίδα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βελονίδα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βελονίδα ἡ, Βιθυν. (Προῦσ.) Θεσσ. Ἴος ’Ιων. (Κρήν.) Κάρπ Κέρκ. Κρήτ. (Σφακ.) Κύθν. Κύπρ. Μῆλ. Μύκ. Νάξ. Σῦρ. Χίος κ.ἀ. -Λεξ. ᾿Ελευθερουδ. Μ᾽Εγκυκλ Βλαστ. 430 καὶ 463 βιλουνίδα Θρᾴκ. (Αἶν.) Ἴμβρ. Βελονία Κάρπ. βολονίδα Νάξ. (Ἀπύρανθ.) βελανίδα Ζάκ. Ἤπ. Κέρκ. Κρήτ. Κύπρ. Λευκ. Μεγίστ. Νάξ. Πάρ. Πελοπν. (Ὀλυμπ.) Σεριφ. Σῦρ. Χίος βαλανίδα Μεγιστ.
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. οὐσ. βελονίδα, ὃ ἐκ τοῦ ἀρχ. βελονίς.
Σημασιολογία
1) Καρφίτσα κοσμητικὴ Ἴμβρ.: Φουρεῖ χ’σῆ βιλουνλίδα ᾿ζ dοὺ λιμουδέτη τ’. 2) ᾞλος τῶν οἰκοδομῶν Βιθυν. (Προῦσ.) 3) Μεγάλη βελόνη πρὸς ραφὴν σάκκων Κύπρ. Συνών. σακκορράφα. 4) Οἱ ἰχθῦς ἐκ τῶν φυσοστόμων (physostomi) τῆς τάξεως τῶν μαλακοπτερυγίων (malacopterygii), βελόνη ἡ κοινὴ (belone vulgaris) ἡ τοῦ Ὀππιανοῦ ραφὶς (Ἁλιευτ. 1, 178) ὁ τῶν ἀρχαίων σαργῖνος καὶ σύγγναθος ἡ ραφὶς (syngnathus acus) τῆς οἰκογενείας τῶν λοφιοβραγχίων (lophiobranchii) ἡ τῶν ἀρχαίων βελόνη, ἡ βελονίδα τοῦ Πουλλολόγου στ. 87 (ἔκδ. Wagner. σ.182) (ἰδ. ΜΣτεφανίδ. ἐν Λαογρ. 10 <1929|32> 206) Ζάκ.Ἤπ. Θεσσ. Ἴος Ἴων. (Κρήν.) Κάρπ. Κέρκ. Κρήτ. Κύπρ. Λευκ. Μεγίστ. Μύκ. Νάξ. Πάρ. Πελοπν. (Ὁλυμπ.) Σέριφ. Σῦρ. Χίος κ.ἀ.-Λεξ. Ἐλευθερουδ. Μ᾽Εγκυκλ Βλαστ. 430. Συνών. βελόνα (Ι) 10, βελονήθρα, βελονίδι 3. 5) Τὸ φυτὸν ὄνωνις Κρήτ. (Σφακ.) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Χίος κ.ἀ. -Λεξ. Βλαστ. 463. Συνών. ἀνωνίδα 1. 6) Ὁ νεαρὸς λοβὸς τοῦ φασηόλου Κύθν. Μῆλ. κ.ἀ. Συνών. βελονίδι 5.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA