γκρίζο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκρίζο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γκρίζο τό, ἐνιαχ. γκρίζου Ἤπ. (Ἄρτ.) Στερελλ. γκρίου Στερελλ. (Αἰτωλ. κ.ἄ.) gρίζου Στερελλ. (Εὐρυταν) γκρίους ὁ, Ἤπ. (Ζαγόρ.) gρίζους Ἤπ. (Ἰωάνν. κ.ἀ.) γρίος Ἤπ. γκρί᾽ Στερελλ. (Τριχων.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Ρουμαν. grižu = ρόζος ἐλάτης. Βλ. G. Μurnu, Rumänische Lehrenwörter im Neugrich., 25. Πβ. καὶ G. Meyer, Neugr. Stud., 2, 25, ὅστις ἑτυμολογεῖ ἐκ τοῦ Σλαβ. griz = βλωμός.
Σημασιολογία
1) Ρόζος κλάδου πεύκης ἢ ἐλάτης Ἤπ. (Ἰωάνν.) β) Ὁ τοιοῦτος κλάδος ὁ φέρων ρόζους, χρήσιμος ὡς καύσιμος ὕλη Ἤπ. (Ἄρτ. Ζαγόρ κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Εὐρυταν. κ.ἀ.) – Δ. Λουκόπ., ἔνθ᾽ ἀν.: Καὶ βλέπεις κήπων φράχτες λογιˬῶν-λογιˬῶν μὲ κέδρινα παλούκιˬα μὲ γκρίζα ἀπὸ ἔλατα Δ. Λουκόπ., ἔνθ᾽ ἀν Συνών. γκριζάρι 1. 2) Ρίζα θάμνου Ἤπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA