βελονοσίδερο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βελονοσίδερο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βελονοσίδερο τό, σύνηθ. ὡς ναυτικὸς ὅρ. βελονοσίερον Κάρπ. ’ολονοσίερο Κάρπ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῶν οὐσ. βελόνα (Ι) καὶ σίδερο.

Σημασιολογία

Βελόνι 3, ὃ ἰδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/