βελονωτὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βελονωτὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
βελονωτὸς ἐπίθ. πολλαχ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. βελόνα καὶ τῆς καταλ. -ωτός.
Σημασιολογία
1) Βελονοειδής͵ ὀξύς. 2) Ὁ φέρων βελόνην, ἐπὶ τυφεκίου τοῦ ὁποίου τὸ καψύλλιον κρούεται διὰ βελονοειδοῦς προεξοχῆς Ζάκ. Κεφαλλ. Πελοπν. (Μάν. Στεμν.) κ.ἀ. -Λεξ. Περίδ. Ἠπίτ. Μπριγκ Μ᾿Εγκυκλ.: Βελονωτὰ ὅπλα Λεξ. Μ᾿Εγκυκλ. || ᾎσμ. Τ’ εἶν’ τὸ κακὸ ποῦ γίνεται τώρᾳ ’ς τ’ ὄγδόντα ἕνα, ποῦ βγῆκαν τὰ βελονωτά, τὰ βελονᾶτα ὅπλα; Στεμν. Συνών. βελονᾶτος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA