βεργάκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βεργάκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βεργάκι τό, σύνηθ. βιργά’ βόρ. ἰδιώμ.
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. βέργα διὰ τῆς καταλ. -άκι.
Σημασιολογία
1) Μικρὰ βέργα Α1, σύνηθ. Συνών. βεργάλι, βεργαλίδι, βεργαράκι, βεργίτσα, βεργοπούλλα, βεργούδα, βεργούδι, βεργούλλα 1, βιτσάκι, βιτσαλάκι 1, βιτσάλι, βιτσαράκι, βιτσάρι, βιτσίτσα, βιτσοπούλλα, βιτσούδα, βιτσούδι, βιτσούλλα. 2) Ἐνώτιον ’Ικαρ. βέρα (Ι) 2, βέργα Α13, σκουλαρίκι. 3) Βραχιόλιον Ἰκαρ. Συνών. βέργα Α14, βραχιˬόλι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA