βερέμι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βερέμι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βερέμι τό, Κρήτ. κ.ἀ. -Λεξ. Βλαστ. βερέμ᾽ Πόντ. (Τραπ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ Τουρκ. verem.
Σημασιολογία
Φυματίωσις, φθίσις ἔνθ᾽ ἀν.: Πέθανε ἀπὸ βερέμι Κρήτ. ᾿Επέθανεν ἀσ' σό βερέμ᾽ Τραπ. Συνών. μαράζι, χτικιˬό.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA