βερεμιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βερεμιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βερεμιˬάζω Κρήτ. κ.ἀ. -Λεξ. ΜἘγκυκλ. Πρω. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. βερέμης.
Σημασιολογία
Γίνομαι φθισικὸς ἔνθ’ ἀν.: ᾽Εβερέμιˬασε ἀπό τσοὶ στενοχώριˬες Κρήτ. || ᾎσμ. Ἄχι δὰ κάμω νά καῇς κιˬ ἄχι νὰ βερεμιˬάσῃς, τὸ γιˬατρικό σου νά ’μαι ᾽γώ, νά ᾽ρθῇς νὰ μ᾿ ἀgαλιˬάσῃς αὐτοθ. Καὶ μετβ. καθιστῶ τινα φθισικὸν ἔνθ ἀν.: Μ’ ἐβερέμιˬασες μὲ τοὺς τρόπους σου Λεξ. Μ᾿Εγκυκλ. || ᾎσμ. ’Απῆτις μ᾽ ἐβερέμιˬασες κ' ἤδεσα τό βερέμι, ἐπῆγες κ’ εἶπες τοῦ γιˬατροῦ, ἄσ᾽ τηνε καὶ δὲ γιˬαίνει Κρήτ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA