βερεσὲς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βερεσὲς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

βερεσὲς ὁ, βερεσιγιˬὲς ᾽Αθῆν. βερεσκὲς Ρόδ. βερεσὲς σύνηθ. βερεὲς πολλαχ. βερ’σὲς Κεφαλλ. βιρισὲς βόρ. ἰδιώμ. βιριὲς πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. Πληθ. βερεσέδιˬα τά, σύνηθ. βιρισέδιˬα βόρ. ἰδιώμ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ Τουρκ. veresiye.

Σημασιολογία

1) Τὸ ἐκ πιστώσεως τοῦ ἐμπόρου ὀφειλόμενον χρέος τοῦ ἀγοραστοῦ σύνηθ.: Ἀνεβαίνει ὁ βερεσές. Πλερώνω βερεσέδιˬα. β) Τὸ πωλεῖν ἐπὶ πιστώσει σύνηθ.: Κόβω τὸ βερεσέ (παύω νὰ δίδω ἐπὶ πιστώσει). || Φρ. Ὁ βερεσὲς πέθανε κι ὁ γιˬός του πάει ᾽ς τήν Πόλι (ἄρνησις πιστώσεως) Λεξ. Δημητρ. Σήμερα βερεσὲ δὲν ἔχει, αὔριο ἔχει (εὐτράπελος ἐπιγραφὴ εἰς λαϊκὰ πρατήρια) σύνηθ. 2) Αἰτιατ. ἐπιρρηματ., ἐπὶ πιστώσει σύνηθ.: ’Αγοράζω–πουλώ-ψωνίζω βερεσέ. || Φρ. Αὐτὰ ἐγὼ τ᾽ ἀκούω βερεσὲ (δὲν ἀποδίδω εἰς αὐτὰ σημασίαν). Τά ’φερε σούφλι καὶ βερεσὲ (τὰ ἔφερεν εἰς δόλιον ἐπ᾿ ὠφελείᾳ του ἰσολογισμόν). Κοκκινίζει βερεσὲ (ἐπὶ φιλαρέσκου γραίας δῆθεν αἰδουμένης) Λεξ. Δημητρ. || Παροιμ. Ὅπο͜ιος πίνει βερεσὲ δυˬὸ φορὲς μεθᾶ (ὁ ἐπὶ πιστώσει ἀγοράζων καὶ δαπανῶν ζημιοῦται. Παραλλαγαὶ τῆς παροιμ. παρὰ ΝΠολίτ. Παροιμ. 3, 98 κἑξ.) σύνηθ. Ἡ βερεσὲ κλειδαριά τρώει τὴν πόρτα (τὸ ἐπὶ πιστώσει ἀγοραζόμενον ἀποβαίνει ἐπιζήμιον) ’Αθῆν. Συνών. τσάμπα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/