βερικοκόκκινος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βερικοκόκκινος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
βερικοκόκκινος ἐπίθ. Κρήτ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. βερίκοκο καὶ τοῦ ἐπιθ. κόκκινος καθ’ ἁπλολογίαν ἀντὶ βερικοκοκόκκινος.
Σημασιολογία
Ὁ ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ προσώπου ὅμοιον πρὸς τὸ τοῦ ἐρυθροχρόου βερικόκου: ᾎσμ. Κόρη βερικοκόκκινη, σιρικομαυρομμάτα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA