βερνίκωμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βερνίκωμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βερνίκωμα τό, σύνηθ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. βερνικώνω.
Σημασιολογία
Ἡ διὰ βερνικίου ἐπίχρισις: Τὰ ἔπιπλα-τὰ παπούτσιˬα θέλουν βερνίκωμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA