βερνικώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βερνικώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βερνικώνω σύνηθ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. βερνίκι. Ἡ λ. καὶ παρά Σομ.

Σημασιολογία

Ἀλείφω, ἐπιχρίω μέ βερνίκι σύνηθ.: Βερνικώνω τά ἔπιπλα-τά παπούτσιˬα. || Φρ. Βερνικωμένο κέρατο (ἄνθρωπος πολὺ μοχθηρὸς) σύνηθ. Μετοχ. βερνικωμένος 1) Ὁ ὑπ᾽ ἀσθενείας πελιδνὸς ’Αθῆν. 2) Ὁ διὰ τῆς ἀτίμου διαγωγῆς τῆς ἀδελφῆς ἢ τῆς συζύγου του καταισχυνθεὶς ’Αθῆν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/