βεστιάριο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βεστιάριο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βεστιάριο τό, λόγ. σύνηθ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ μεσν. οὐσ. βεστιάριον, ὃ ἐκ τοῦ Λατιν. vestiarium.
Σημασιολογία
1) Ἱματιοφυλάκιον θεάτρου ὅπου φυλάσσονται αἱ ἐνδυμασίαι τῶν ἠθοποιῶν: Αὐτὸς ὁ θίασος ἔχει πλούσιο βεστιάριο. 2) Ἱματιοφυλάκιον αἰθούσης θεάτρου ἢ χοροῦ ὅπου παραδίδονται πρὸς φύλαξιν οἱ ἐπενδύται καὶ οἱ πῖλοι τοῦ κοινοῦ: Ἀφίνω τό καππέλλο μου-τό πανωφόρι μου 'ς τὸ βεστιάριο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA