βέτουλας
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βέτουλας
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
βέτουλας ὁ, Κεφαλλ. Πελοπν. (Λακων.) βέdουλας Πελοπν. (Λακων.) γιτουλᾶς Κρήτ. (Σφακ.) βετούλα ἡ, Ζάκ. Ἤπ. Πελοπν. (Ἀργολ. Μεσσ. Οἰν.) -Λεξ. Ἐλευθερουδ. Δημητρ. βιτούλα Θρᾴκ. (Αἶν.) Σάμ. (Μαραθόκ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Λατιν. vitulus.
Σημασιολογία
Ἐρίφιον μονοετὲς ἢ διετὲς ἔνθ’ ἀν.: Παροιμ. Ὅ,τι κάνῃ ἡ γίδα θὰ κάνῃ κ’ ἡ βετούλα (αἱ κόραι μιμοῦνται τὰς μητέρας) Ζάκ. || Γνωμ. Γεροντοκρίαρος ἀρνὶ καὶ βέτουλας κατσίκι (οἱ μὲν καλοὶ ἀμνοὶ γεννῶνται ἐκ μεγάλου κριοῦ, τὰ δὲ καλὰ ἐρίφια ἐκ νεαροῦ τράγου) Κεφαλλ. || ᾎσμ. Νά ’χα μιˬὰ πλάτ’ ἀπὸ τ’ ἀρνὶ καὶ πλάτ’ ἀπ᾿ τὴ βετούλα Πελοπν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA