βηλάρι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βηλάρι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βηλάρι τό, βηλάριν Κύπρ. βηλάρι πολλαχ. β'λάρι Θρᾴκ. (Περίστασ.) β’λάρ’ Ἤπ. Θρᾴκ. (Αἶν.) Ἴμβρ. Μακεδ. (Χαλκιδ.) Σάμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεσν. οὐσ. βηλάριον, ὃ ἐκ τοῦ Λατιν. velarium. Ἡ λ. ἤδη ἐν ἐγγράφω τοῦ 1508.
Σημασιολογία
1) Τὸ εἰς τὸν ἀργαλειὸν ὑφαινόμενον ἤ ὑφανθὲν παννίον ὁλόκληρον πολλαχ. Συνών. βηλάρα. β) Δέμα παντὸς εἴδους ὑφάσματος ἐν τῷ ἐμπορίῳ ὡρισμένου μήκους Εὔβ. (Αἰδηψ.) Ἤπ. Κεφαλλ. Μακεδ. (Χαλκιδ.) Συνών. τόπι. 2) Τὸ περὶ τὸ ἀντίον τυλιχθὲν νῆμα καὶ μέλλον νὰ τεθῇ ὡς στημόνι ἐπὶ τοῦ ἀργαλειοῦ πολλαχ. Συνών. διˬασίδι, στημόνι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA