βηματάρις
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βηματάρις
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
βηματάρις ὁ, Ἄθ. -Λεξ. ’Ελευθερουδ. Μ’Εγκυκλ. Πρω. Δημητρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. βῆμα καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -άρις. Ἡ λ. ἤδη ἐν ἐγγράφῳ τοῦ 1603.
Σημασιολογία
Σκευοφύλαξ ἱερᾶς μονῆς ὅπου τὸ σκευοφυλάκιον εὑρίσκεται ἐν τῷ ἱερῷ βήματι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA