βημόθυρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βημόθυρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βημόθυρα τά, σύνηθ. δημόθυρα Μακεδ. (Βελβ.) Χίος.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ μεσν. οὐσ. βημόθυρον.

Σημασιολογία

Ἡ μεσαία θύρα τοῦ ἁγίου βήματος, ἡ ὡραία πύλη.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/