βηχιˬὸ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βηχιˬὸ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βηχιˬὸ τό, Ἤπ. Κρήτ. βηκιˬό Σύμ. βείος Πόντ. (Οἰν. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) βεξίος Πόντ. (Οἰν. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεταγν. οὐσ. βηχίον. Διὰ τὸ βεξίος ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν ᾿Επιστ. ᾽Επετ. Πανεπ. 8 (1912) 2, 6.
Σημασιολογία
Βήξιμο, ὃ ἰδ., ἔνθ' ἀν.: Μ’ ἔπιˬασε τὸ βηχιˬὸ Κρήτ. || Φρ. Ἕνα βηκιˬό! (ἐπὶ οχληροῦ) Σύμ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA