βία

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βία

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βία ἡ, κοιν. καὶ Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Τραπ.) Τσακων. βίγιˬα Πόντ. δία Ἤπ. βιˬὰ σύνηθ. βκιˬά Κύπρ. ἐβιˬὰ Χίος διˬὰ Εὔβ. (Στρόπον.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. κ.ἀ.) Λέσβ. Στερελλ. (Καλοσκοπ. Λοκρ.) Σάμ. Σκόπ ἀδιˬὰ Θεσσ. (Τρίκκ.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Σουφλ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Βελβ. Βλάστ. Ρουμλ.) ἐδιˬὰ Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. βία. Τὸ βιˬὰ καὶ ἐν 'Ερωτοκρ.

Σημασιολογία

Α) Οὐσ. 1) Τὸ κῦμα Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ.): Τὰ βίας ἐπαίρειναν ἀτους Κερασ. Ἡ σημ. καὶ μεταγν. Πβ. Λιβάν 4,371 «πόλεις δ᾽ ἄλλαι λέγονται αἱ μὲν κατακλυσμοῖς, αἱ δὲ βίαις θαλάσσης ἀφανισθῆναι». 2) Πληθ. βίες, αἱ συστολαὶ τῆς μήτρας μικρὸν πρὸ τοῦ τοκετοῦ Ζάκ. 3) Καταναγκασμὸς σύνηθ. καὶ Πόντ.: Φρ. Διὰ τῆς βίας (βιαίως). Ἀνοίγω μὲ βία (βιάζω τὸ κλεῖθρον) σύνηθ. Μετά βιˬᾶς (διὰ τῆς βίας) Ἤπ. Κέρκ. Μακεδ. (Καστορ.) Ἡ φρ. καὶ ἐν Π.Δ. (Ἔξοδ. 14,25) «καὶ ἤγαγεν αὐτοὺς μετὰ βίας». β) ’Ανάγκη πολλαχ.: Γνωμ. Τὸ βίο μου ᾿ς τὴ βία μου (ἡ περιουσία μου ἂς δαπανηθῇ εἰς ὥραν ἀνάγκης). 4) Σπουδή, ἔπειξις κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν. κ.ἀ.) Τσακων.: Δὲν εἶναι καμμιˬὰ βία (δὲν ἐπείγει τὸ πρᾶγμα). Δὲν ἔχω βία (δὲν ἐπείγομαι). Ἔφυγε μὲ μεγάλη βία κοιν. 'Εμπρός, βία! (προτροπὴ πρὸς δραστηριωτέραν ἐνέργειαν) Κρήτ. Ἡ ἐδιˬὰ δὲ dὴν ἀφίνει ν' ἀνεσάνῃ ᾿Απύρανθ. || Φρ. Βιˬά ’ς τὴ βιˬὰ ἢ βιˬὰ τσὴ βιˬᾶς (μεγάλη σπουδὴ) πολλαχ. Βιˬά καὶ καηˬμό τό ’χει νά παντρευτῇ - νὰ ταξιδέψῃ κττ. Λεξ. Δημητρ. Βάνω βία (βιάζω, πιέζω) ᾽Απύρανθ. || Παροιμ. Ἡ σκύλλα ἀπὸ τὴ βιˬά της στραβὰ γεννᾷ τὰ παιδιˬά της (τὸ μετὰ σπουδῆς ἐκτελούμενον ἔργον εἴναι ἐλαττωματικόν. Πβ. μεσν. «κύων ἐπειγομένη τυφλὰ τίκτει») πολλαχ. Καὶ τὴ βιˬὰν ὁ Θεὸς τὴν ἔδωκε (καὶ ἡ σπουδὴ εἶναι πολλάκις ἀναγκαία) Λεξ. Πρω. Ἡ ἀδιˬὰ δὲν κά᾽ πιδιˬὰ (ἡ βιαστικὴ ἐργασία δὲν ἔχει καλὸν ἀποτέλεσμα) Τρίκκ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Γαδάρ. διήγ. 285 (ἔκδ. Wagner) «κι ἀπὸ τὴ βιά μου τὴν πολλὴν ἐκόπ’ ἡ δύναμί μου». Συνών. ἀνάγκασι 4, ἀναγκασιˬά Α1, βιˬάσι, βιˬασίλα, βιˬάσιμο, βιˬασμός 2, βιˬασύνη. 5) Δυσκολία πολλαχ.: Τὸ κορμί της τὸ σκυφτὸ μετὰ βιˬᾶς μπόραγε νά κρατηθῇ καὶ νὰ μὴν πέσῃ Γ’Επαχτίτ. Ἱστορ. 56. || Ποίημ. Γιˬὰ τέτο͜ια ἐλεύθερα κορμιˬὰ ποῦ ἐσώριˬασε τὸ βόλι εἴν ἄξιˬο μνῆμα μετὰ βιˬᾶς ἡ γῆ τῆς Κρήτης ὅλη ΓΜαρκορ. Ποιητ. ἔργ. 31. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Μαχαιρ. 1.334 (ἕκδ. RDawkins) «ὁ πτωχὸς υἱός της μετὰ βιᾶς ἔχει τὴν ζωήν του». Β) ᾿Επιρρηματ. 1) Μόλις σύνηθ: Αὐτὸ εἶναι τρεῖς, βία τέσσερεις ὀκάδες. Τὸ παιδὶ εἶναι ἕντεκα, βία δώδεκα χρονῶ. Συνών. φρ. τὸ πολὺ πολύ. 2) Ἐπὶ τέλους Κέρκ.: Δῶσε ἑκατὸ δραχμὲς βία καὶ πᾶρ’ το.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/