βιασμὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βιασμὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

βιασμὸς ὁ, λόγ. σύνηθ. βιˬασμός Λέσβ. διˬασμὸς Νάξ. (᾽Απύρανθ.)

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. βιασμός.

Σημασιολογία

1) Ὁ διὰ βίας πρὸς ἀσέλγειαν ἐξαναγκασμὸς θήλεος ἢ ἄρρενος λόγ. σύνηθ. Ἡ σημ. καὶ μεταγν. 2) Σπουδὴ Λέσβ Νάξ. (’Απύρανθ.) : Φρ. Διˬασμός τσῆ κουβέdας (σπουδὴ εἰς τὴν ὁμιλίαν) ᾽Απύρανθ. 3) Εὐκοιλιότης, διάρροια Νίσυρ. 4) Ἡ μετὰ πόνων τάσις πρὸς ἀποπάτησιν Κεφαλλ. Ἡ σημ. καὶ μεταγν. Πβ. Θεοφάν. Νόνν. 2,46 «τεινεσμός ἐστι φλεγμονὴ τοῦ ἀπευθυσμένου, ὅπερ λέγουσιν οἱ ἰδιῶται βιασμόν». Πβ. ἀνάγκασι 3, σφίξι. 5) Τὸ μετὰ πόνων ἐξερχόμενον αἱμομιγὲς ἀποπάτημα Κεφαλλ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/