βιβλίο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βιβλίο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βιβλίο τό, κοιν. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.) βεβλίο Κρήτ. βιβλίγιˬο Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) βλιβλίο Εὔβ (Αὐλωνάρ.) Κρήτ. Μακεδ. (Θεσσαλον.) Πελοπν. (᾿Αρκαδ.) βλιβίο Μύκ. βιγλίο Νάξ. (Βόθρ. Σκαδ.) Χίος (Πυργ.) γιβλίου Θεσσ. διβλίο Εὔβ (Κουρ.) λιβλίο Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) βλίο Μύκ. βιβλίε Τσακων.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. βιβλίον.
Σημασιολογία
1) Τεῦχος εἰς τὸ ὁποῖον εἶναί τι τυπωμένον, σύγγραμμα ἔντυπον κοιν. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.) Τσακων.: Διˬαβάζω ἕνα βιβλίο. || Φρ. Ἄνθρωπος τοῦ βιβλίου (μελετητής, διανοούμενος). Συνών. χαρτί. 2) Κατάστιχον εἰς σχῆμα βιβλίου χρήσιμον εἰς τὴν λογιστικήν, εἰς τὰς ληξιαρχικὰς πράξεις, ὡς πρωτόκολλον εἰσαγομένων καὶ ἐξαγομένων ἐγγράφων κττ. κοιν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA