βιˬοτεμένος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βιˬοτεμένος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Επίθετο

Τυπολογία

βιˬοτεμένος ἐπίθ. ἀμάρτ. βιˬουτιμένους Σάμ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀρχ. ρ. βιοτεύω.

Σημασιολογία

Ὁ ἔχων βίον, πλούσιος: Αὐτὸ τοὺ χουριˬὸ εἶνι βιˬουτιμένου (οἱ κάτοικοί του εὐποροῦν). Συνών. βιˬούμενος, βιˬωμένος, βιˬῶνας.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/