βιρανεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βιρανεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βιρανεύω ἀμάρτ. βερανεύκω Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βιράνι.
Σημασιολογία
Καθίσταμαι χέρσος, ἀποχερσοῦμαι: Ἄφηκεν τὸ χωράφιν του ἀκάμωτον ταὶ βεράνεψεν. Πβ. βιρανιˬάζω 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA