βιρανιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βιρανιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βιρανιˬάζω ἀμάρτ. βιρανιˬάζου Α.Ρουμελ. (Σωζόπ.) Μακεδ. (Βλάστ. Γκιουβ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. βιράνι.
Σημασιολογία
1) ’Ερημώνω Μακεδ (Γκιουβ.) Καὶ ἀμτβ. ἐρημοῦμαι Μακεδ. (Βλάστ.): Νὰ βιρανιˬάῃς! (ἀρά). Πβ. βιρανεύω. 2) Μαραίνομαι, γίνομαι φθισικὸς Α.Ρουμελ. (Σωζόπ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA