βιράρισμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βιράρισμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βιράρισμα τό, σύνηθ. ὡς ναυτικὸς ὅρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. βιράρω.
Σημασιολογία
Ἡ ἀνάστασις τῆς ἀγκύρας: Πρόκανα τὸ παπώρι ἀπάνω ᾿ς τὸ βιράρισμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA