βιστιρῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βιστιρῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βιστιρῶ Κρήτ. Ρόδ. Σύμ. σβιστιρῶ Νάξ. (᾿Απύρανθ.) Σύμ. βιστουρῶ Κύπρ. βουστουρῶ Κύπρ. βιστιρίζω Κέρκ. Κρήτ. Κύπρ. Παξ. Ρόδ. -Κορ. Ἄτ. 2,264 -Λεξ. Βλαστ. σβιστιρίζω Νάξ. (᾿Απύρανθ.) βεστιρίζω Κορ. Ἄτ. 2,264. Μέσ. βιστιρε͜ιοῦμαι Κρήτ. βιστιρίζομαι Κρήτ. Ρόδ. ᾽ιστιρίζομαι Κάρπ.
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. βιστιρῶ, ὃ ἐκ τοῦ Ιταλ investire. Τὸ βιστιρίζω ἐπίσης μεσν. Τὸ βιστουρῶ καὶ ἐν ποιήμ. τοῦ 16ου αἰῶνος. Διὰ τὸ βουστουρῶ ἰδ. ΣΜενάρδ. ἐν ᾿Αθηνᾶς 6(1894) 171.
Σημασιολογία
Α) ᾽Αμτβ. 1) Προσαράσσω, ἐπὶ πλοίου Κρήτ. Κύπρ. Παξ. Ρόδ. Σύμ. -Κορ. ἔνθ’ ἀν.: Τὸ καράβι ἐβιστίρησε Κορ. ἔνθ' ἀν. Ἡ σημ. καὶ μεσν. 2) Προσκρούω Νάξ. ('Απύρανθ.): Ἐσβιστίρησε g’ ἤπεσε gάτω. 3) Ἐφορμῶ Κύπρ. Ρόδ. 4) ᾽Απομακρύνομαι Ρόδ.: ’Εβιστιρῆσαν οἱ αἶες μου. ᾽Εβιστίρησέν μας ὁ φίλος. Β) Μετβ. 1) Ὠθῶν ρίπτω τι Κρήτ.: ’Εβιστίρηξε τὸ φιστάνι τζης τὴν κούππα κ᾽ ἤπεσε κ᾿ ἤσπασε. 2) Προσβάλλω, ἐπὶ πονηρῶν πνευμάτων Κάρπ. Κέρκ. Κρήτ. Ρόδ.: Τὸν ἐβιστιρήξανε τὰ κακὰ πράματα Κρήτ. ᾽Εβιστιρήξα dο κιˬ ἀποτοτεσὰ ἐβουβάθηκε αὐτόθ. Βιστιρήσανέ dονε οἱ δαιμόνοι αὐτόθ. ᾿Εβιστιρήσαν τον οἱ ἔξω ἀπεδῶ Ρόδ. Βιστιρησμένος εἶναι Κρήτ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA