βίτι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βίτι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επιφώνημα

Τυπολογία

βίτι ἐπιφών. Ἤπ. Θρᾴκ. (Αἶν.) Κέρκ. Κεφαλλ. Κῶς Σῦρ.

Ετυμολογία

Λέξις πεποιημένη.

Σημασιολογία

Τὸ ἐπιφών. χρησιμοποιεῖται 1) Πρὸς μίμησιν τοῦ ἤχου περιστρεφομένου σώματος Θρᾴκ. (Αἶν): Αἴνιγμ. Βίτι βίτι ἀνιβαίνει, | βίτι βίτι κατιβαίνει κὶ ψουμὶ φαγεῖ δὲν τρώγει, | τὴν κοιλίτσα της γιμόζει (ἡ ἄτρακτος). 2) Ὡς ἀποπεμπτικὸν πρὸς τὰς αἶγας Ἤπ. 3) Ὡς κλητικὸν πρὸς περιστερὰς Κέρκ. Κεφαλλ. Κῶς Σῦρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/